Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimbracatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [imbrakaˈtore] 1 αυτός που ζεύει ζώα σε κάρο 2 αυτός που αναρτά φορτίο σε δίχτυ γερανού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |