Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimbrattaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [imbrattaˈmento] 1 λέρωμα 2 πασάλειμμα 3 σοβάντισμα 4 μουντζούρωμα 5 μουντζαλιά 6 βρόμισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |