Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imbranàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [imbraˈnato]

1 στραβάδι (στο στρατό)
2 νεοφερμένος
3 νεοσύλλεκτος
4 άβγαλτος

imbranàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [imbraˈnato]

αδέξιος (-α, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imbrachettare imbrancare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imbracatore (ουσ αρσ )
imbracatura (θηλ.ουσ)
imbracciare (ρ. μτβ.)
imbracciatura (θηλ.ουσ)
imbrachettare (ρ. μτβ.)
imbranato (ουσ αρσ )
imbranato (επίθ.)
imbrancare (ρ. μτβ.)
imbrancarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbrandire (ρ. μτβ.)
imbrattacarte (ουσ αρσ και θηλ.)
imbrattamento (ουσ αρσ )
imbrattamuri (ουσ αρσ και θηλ.)
imbrattare (ρ. μτβ.)
imbrattarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
imbrattatele (ουσ αρσ και θηλ.)
imbrattato (επίθ.)
imbrattatore (ουσ αρσ )
imbrattatura (θηλ.ουσ)
imbratto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---