Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imbrattatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [imbrattaˈtura]

λέρωμα (χρησιμοποίησε καλύτερα το imbrattamento)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imbrattatore imbratto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imbrattare (ρ. μτβ.)
imbrattarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
imbrattatele (ουσ αρσ και θηλ.)
imbrattato (επίθ.)
imbrattatore (ουσ αρσ )
imbrattatura (θηλ.ουσ)
imbratto (ουσ αρσ )
imbrecciare (ρ. μτβ.)
imbrecciata (θηλ.ουσ)
imbreviatura (θηλ.ουσ)
imbriacare (ρ. μτβ.)
imbriacarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbriacatura (θηλ.ουσ)
imbricato (επίθ.)
imbricconire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbricconirsi (ρ.μ. (αντων.))
imbrifero (επίθ.)
imbrigliamento (ουσ αρσ )
imbrigliare (ρ. μτβ.)
imbrigliato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---