Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimbricconìre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [imbrikkoˈnire] κάνω κάποιον κατεργάρη imbricconirsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [imbrikkoˈnirsi] γίνομαι κατεργάρης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |