Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imbricconìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [imbrikkoˈnire]

κάνω κάποιον κατεργάρη

imbricconirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [imbrikkoˈnirsi]

γίνομαι κατεργάρης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imbricato imbrifero  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imbreviatura (θηλ.ουσ)
imbriacare (ρ. μτβ.)
imbriacarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbriacatura (θηλ.ουσ)
imbricato (επίθ.)
imbricconire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbricconirsi (ρ.μ. (αντων.))
imbrifero (επίθ.)
imbrigliamento (ουσ αρσ )
imbrigliare (ρ. μτβ.)
imbrigliato (επίθ.)
imbrigliatura (θηλ.ουσ)
imbrillantinare (ρ. μτβ.)
imbrillantinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
imbroccare (ρ.αμτβ.)
imbroccata (θηλ.ουσ)
imbrodare (ρ. μτβ.)
imbrodarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbrodolamento (ουσ αρσ )
imbrodolare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---