Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imbrodolaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [imbrodolaˈmento]

1 λέκιασμα
2 κηλίδωση
3 μουντζάλωμα
4 λάσπωμα
5 λέρωμα
6 γάριασμα
7 ρύπανση
8 βρόμισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imbrodarsi imbrodolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imbrillantinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
imbroccare (ρ.αμτβ.)
imbroccata (θηλ.ουσ)
imbrodare (ρ. μτβ.)
imbrodarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbrodolamento (ουσ αρσ )
imbrodolare (ρ. μτβ.)
imbrodolarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbrodolatura (θηλ.ουσ)
imbrogliare (ρ. μτβ.)
imbrogliarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbrogliata (θηλ.ουσ)
imbroglio (ουσ αρσ )
imbroglione (αρσ. επίθ και ουσ)
imbronciare (ρ.αμτβ.)
imbronciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
imbronciato (επίθ.)
imbrunare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbrunire (ουσ αρσ )
imbrunire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---