Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimbrunìre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [imbruˈnire] 1 σουρούπωμα 2 σκιόφως 3 μούχρωμα 4 βράδιασμα 5 σούρουπο imbrunìre ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [imbruˈnire] μαυρίζω (από τον ήλιο κλπ) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |