Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imbruttìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [imbrutˈtire]

γίνομαι άσχημος

imbruttìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [imbrutˈtire]

1 ασχημαίνω
2 καταστρέφω την ομορφιά
3 ασχημίζω κάποιον ή κάτι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imbrutire imbubbolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imbronciato (επίθ.)
imbrunare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbrunire (ουσ αρσ )
imbrunire (ρ.αμτβ.)
imbrutire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbruttire (ρ.αμτβ.)
imbruttire (ρ. μτβ.)
imbubbolare (ρ. μτβ.)
imbubbolarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbucare (ρ. μτβ.)
imbucarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbucatare (ρ. μτβ.)
imbudellare (ρ. μτβ.)
imbuire (ρ.αμτβ.)
imbullettare (ρ. μτβ.)
imbullonare (ρ. μτβ.)
imburrare (ρ. μτβ.)
imbuscherarsi (ρ. μ. αμτβ.)
imbusecchiare (ρ. μτβ.)
imbussolare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---