Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imbuscheràrsi
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [imbuskeˈrarsi]

1 δεν δίνω δεκάρα
2 μένω απαθής
3 αδιαφορώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imburrare imbusecchiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imbudellare (ρ. μτβ.)
imbuire (ρ.αμτβ.)
imbullettare (ρ. μτβ.)
imbullonare (ρ. μτβ.)
imburrare (ρ. μτβ.)
imbuscherarsi (ρ. μ. αμτβ.)
imbusecchiare (ρ. μτβ.)
imbussolare (ρ. μτβ.)
imbustare (ρ. μτβ.)
imbutiforme (επίθ.)
imbutire (ρ. μτβ.)
imbuto (ουσ αρσ )
imbuzzare (ρ. μτβ.)
imene (ουσ αρσ )
imeneo (αρσ. επίθ και ουσ)
imenio (ουσ αρσ )
imenottero (ουσ αρσ )
imitabile (επίθ.)
imitare (ρ. μτβ.)
imitativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---