Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imenèo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [imeˈnɛo]

1 υμέναιος
2 γάμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imene imenio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imbutiforme (επίθ.)
imbutire (ρ. μτβ.)
imbuto (ουσ αρσ )
imbuzzare (ρ. μτβ.)
imene (ουσ αρσ )
imeneo (αρσ. επίθ και ουσ)
imenio (ουσ αρσ )
imenottero (ουσ αρσ )
imitabile (επίθ.)
imitare (ρ. μτβ.)
imitativo (επίθ.)
imitatore (αρσ. επίθ και ουσ)
imitazione (θηλ.ουσ)
immacchiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
immacolatamente (επίρ.)
immacolato (επίθ.)
immagazzinabile (επίθ.)
immagazzinamento (ουσ αρσ )
immagazzinare (ρ. μτβ.)
immaginabile (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---