Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imbùto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [imˈbuto]

το χωνί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imbutire imbuzzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imbusecchiare (ρ. μτβ.)
imbussolare (ρ. μτβ.)
imbustare (ρ. μτβ.)
imbutiforme (επίθ.)
imbutire (ρ. μτβ.)
imbuto (ουσ αρσ )
imbuzzare (ρ. μτβ.)
imene (ουσ αρσ )
imeneo (αρσ. επίθ και ουσ)
imenio (ουσ αρσ )
imenottero (ουσ αρσ )
imitabile (επίθ.)
imitare (ρ. μτβ.)
imitativo (επίθ.)
imitatore (αρσ. επίθ και ουσ)
imitazione (θηλ.ουσ)
immacchiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
immacolatamente (επίρ.)
immacolato (επίθ.)
immagazzinabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---