Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imbullonàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [imbulloˈnare]

1 καρφώνω πριτσίνια
2 πριτσινώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imbullettare imburrare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imbucarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbucatare (ρ. μτβ.)
imbudellare (ρ. μτβ.)
imbuire (ρ.αμτβ.)
imbullettare (ρ. μτβ.)
imbullonare (ρ. μτβ.)
imburrare (ρ. μτβ.)
imbuscherarsi (ρ. μ. αμτβ.)
imbusecchiare (ρ. μτβ.)
imbussolare (ρ. μτβ.)
imbustare (ρ. μτβ.)
imbutiforme (επίθ.)
imbutire (ρ. μτβ.)
imbuto (ουσ αρσ )
imbuzzare (ρ. μτβ.)
imene (ουσ αρσ )
imeneo (αρσ. επίθ και ουσ)
imenio (ουσ αρσ )
imenottero (ουσ αρσ )
imitabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---