Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imbrunàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [imbruˈnare]

μαυρίζω (από τον ήλιο κλπ)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imbronciato imbrunire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imbroglio (ουσ αρσ )
imbroglione (αρσ. επίθ και ουσ)
imbronciare (ρ.αμτβ.)
imbronciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
imbronciato (επίθ.)
imbrunare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbrunire (ουσ αρσ )
imbrunire (ρ.αμτβ.)
imbrutire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbruttire (ρ.αμτβ.)
imbruttire (ρ. μτβ.)
imbubbolare (ρ. μτβ.)
imbubbolarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbucare (ρ. μτβ.)
imbucarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbucatare (ρ. μτβ.)
imbudellare (ρ. μτβ.)
imbuire (ρ.αμτβ.)
imbullettare (ρ. μτβ.)
imbullonare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---