Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imbrogliòne  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [imbroʎˈʎone]

ο απατεώνας, η απατεώνισσα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imbroglio imbronciare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imbrodolatura (θηλ.ουσ)
imbrogliare (ρ. μτβ.)
imbrogliarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbrogliata (θηλ.ουσ)
imbroglio (ουσ αρσ )
imbroglione (αρσ. επίθ και ουσ)
imbronciare (ρ.αμτβ.)
imbronciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
imbronciato (επίθ.)
imbrunare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbrunire (ουσ αρσ )
imbrunire (ρ.αμτβ.)
imbrutire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbruttire (ρ.αμτβ.)
imbruttire (ρ. μτβ.)
imbubbolare (ρ. μτβ.)
imbubbolarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbucare (ρ. μτβ.)
imbucarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbucatare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---