Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimbrodolatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [imbrodolaˈtura] 1 λάσπωμα 2 μουντζάλωμα 3 λέκιασμα 4 κηλίδωση 5 βρόμισμα 6 ρύπανση 7 γάριασμα 8 λέρωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |