Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimbrodolàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [imbrodoˈlare] λερώνω (χρησιμοποίησε καλύτερα το imbrodare) imbrodolarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [imbrodoˈlarsi] 1 μπλέκομαι σε ύποπτες υποθέσεις 2 λερώνομαι 3 βρομίζομαι 4 τα μουσκεύω 5 τα θαλασσώνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |