Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imbrodolàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [imbrodoˈlare]

λερώνω (χρησιμοποίησε καλύτερα το imbrodare)

imbrodolarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [imbrodoˈlarsi]

1 μπλέκομαι σε ύποπτες υποθέσεις
2 λερώνομαι
3 βρομίζομαι
4 τα μουσκεύω
5 τα θαλασσώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imbrodolamento imbrodolatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imbroccare (ρ.αμτβ.)
imbroccata (θηλ.ουσ)
imbrodare (ρ. μτβ.)
imbrodarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbrodolamento (ουσ αρσ )
imbrodolare (ρ. μτβ.)
imbrodolarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbrodolatura (θηλ.ουσ)
imbrogliare (ρ. μτβ.)
imbrogliarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbrogliata (θηλ.ουσ)
imbroglio (ουσ αρσ )
imbroglione (αρσ. επίθ και ουσ)
imbronciare (ρ.αμτβ.)
imbronciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
imbronciato (επίθ.)
imbrunare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbrunire (ουσ αρσ )
imbrunire (ρ.αμτβ.)
imbrutire (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---