Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imbronciàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [imbronˈʧare]

1 σκυθρωπάζω
2 σκουντουφλιάζω
3 κατσουφιάζω
4 συνοφρυώνομαι
5 στραβομουτσουνιάζω
6 σκυθρωπιάζω

imbronciàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [imbronˈʧarsi]

1 σκουντουφλιάζω
2 συνοφρυώνομαι
3 σκυθρωπιάζω
4 σκυθρωπάζω
5 κατσουφιάζω
6 στραβομουτσουνιάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imbroglione imbronciato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imbrogliare (ρ. μτβ.)
imbrogliarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbrogliata (θηλ.ουσ)
imbroglio (ουσ αρσ )
imbroglione (αρσ. επίθ και ουσ)
imbronciare (ρ.αμτβ.)
imbronciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
imbronciato (επίθ.)
imbrunare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbrunire (ουσ αρσ )
imbrunire (ρ.αμτβ.)
imbrutire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbruttire (ρ.αμτβ.)
imbruttire (ρ. μτβ.)
imbubbolare (ρ. μτβ.)
imbubbolarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbucare (ρ. μτβ.)
imbucarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbucatare (ρ. μτβ.)
imbudellare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---