Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimbriacàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [imbriaˈkare] μεθώ κάποιον imbriacarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [imbriaˈkarsi] μεθώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |