imbràtto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [imˈbratto]
1 κακότεχνο γράψιμο
2 κακομαγειρεμένο φαγητό
3 νερόπλυμα
4 απόπλυμα
5 κακό κείμενο συγγραφέα
6 τσαπατσουλιά
7 ατζαμίδικο έργο
8 ατεχνία
9 κακός πίνακας ζωγραφικής
10 πρώτο χοντρό χέρι σοβαντίσματος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [imˈbratto]
1 κακότεχνο γράψιμο
2 κακομαγειρεμένο φαγητό
3 νερόπλυμα
4 απόπλυμα
5 κακό κείμενο συγγραφέα
6 τσαπατσουλιά
7 ατζαμίδικο έργο
8 ατεχνία
9 κακός πίνακας ζωγραφικής
10 πρώτο χοντρό χέρι σοβαντίσματος
permalink
imbratto (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android