Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imbrigliàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [imbriʎʎˈare]

1 χαλιναγωγώ
2 καπιστρώνω
3 τιθασεύω
4 αναχαιτίζω
5 τοποθετώ φράγμα
6 θέτω φραγμό
7 χαλινώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imbrigliamento imbrigliato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imbricato (επίθ.)
imbricconire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbricconirsi (ρ.μ. (αντων.))
imbrifero (επίθ.)
imbrigliamento (ουσ αρσ )
imbrigliare (ρ. μτβ.)
imbrigliato (επίθ.)
imbrigliatura (θηλ.ουσ)
imbrillantinare (ρ. μτβ.)
imbrillantinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
imbroccare (ρ.αμτβ.)
imbroccata (θηλ.ουσ)
imbrodare (ρ. μτβ.)
imbrodarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbrodolamento (ουσ αρσ )
imbrodolare (ρ. μτβ.)
imbrodolarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbrodolatura (θηλ.ουσ)
imbrogliare (ρ. μτβ.)
imbrogliarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---