Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimbozzimàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [imboddziˈmare] 1 καλλωπίζομαι (ειρωνικά) 2 μουντζουρώνω με κολλώδη υλικά 3 κολλαρίζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |