Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imbottìto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [imbotˈtito]

1 (busta, reggiseno) εωισχυμένος (-η, -ο)
2 (farcito) γεμιστός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imbottita imbottitura  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


panino [αρσ.] imbottito = το σάντουιτς


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imbottigliato (επίθ.)
imbottigliatore (ουσ αρσ )
imbottigliatrice (θηλ.ουσ)
imbottire (ρ. μτβ.)
imbottita (θηλ.ουσ)
imbottito (αρσ. επίθ και ουσ)
imbottitura (θηλ.ουσ)
imbozzacchire (ρ.αμτβ.)
imbozzare (ρ. μτβ.)
imbozzimare (ρ. μτβ.)
imbozzimatura (θηλ.ουσ)
imbraca (θηλ.ουσ)
imbracare (ρ. μτβ.)
imbracatore (ουσ αρσ )
imbracatura (θηλ.ουσ)
imbracciare (ρ. μτβ.)
imbracciatura (θηλ.ουσ)
imbrachettare (ρ. μτβ.)
imbranato (ουσ αρσ )
imbranato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---