Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimbottìto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [imbotˈtito] 1 (busta, reggiseno) εωισχυμένος (-η, -ο) 2 (farcito) γεμιστός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpanino [αρσ.] imbottito = το σάντουιτς Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |