Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimbótte
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [imˈbotte] 1 εσωτερικό καμάρας ή τόξου 2 κοίλη και εσωτερική επιφάνεια αρχιτεκτονικού τόξου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |