Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimbottigliaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [imbottiʎʎaˈmento] 1 εμφιάλωση 2 ναυτικός αποκλεισμός 3 μποτιλιάρισμα 4 κυκλοφοριακή συμφόρηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |