Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imboscàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [imbosˈkare]

1 βοηθώ κάποιον να αποφύγει στρατιωτική θητεία
2 κρύβω κάποιον στο δάσος
3 αποκρύπτω εμπορεύματα για κερδοσκοπία

imboscarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [imbosˈkarsi]

1 κρύβομαι στο δάσος
2 ενεδρεύω
3 στήνω ενέδρα στο δάσος
4 λιποτακτώ σε καιρό πολέμου
5 αποφεύγω τη στρατιωτική θητεία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imboscamento imboscata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imborghesire (ρ. μτβ.)
imborghesirsi (ρ.μ. (αντων.))
imborghesito (επίθ.)
imborsare (ρ. μτβ.)
imboscamento (ουσ αρσ )
imboscare (ρ. μτβ.)
imboscarsi (ρ.μ. (αντων.))
imboscata (θηλ.ουσ)
imboscato (αρσ. επίθ και ουσ)
imboschimento (ουσ αρσ )
imboschire (ρ.αμτβ.)
imboschire (ρ. μτβ.)
imboschirsi (ρ.μ. (αντων.))
imbossolare (ρ. μτβ.)
imbottare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbottatoio (αρσ. επίθ και ουσ)
imbottatura (θηλ.ουσ)
imbottavino (ουσ αρσ )
imbotte (θηλ.ουσ)
imbottigliamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---