Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimbolsìre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [imbolˈsire] 1 αδυνατίζω 2 πρήζομαι 3 αποκτώ άσθμα (για άλογο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |