Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imbonitóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [imboniˈtore]

1 διαλαλητής
2 μικροπωλητής
3 θεατρίνος (υποκριτής)
4 κράχτης πελατών
5 κράχτης
6 διαλαλητής εμπορεύματος
7 παραμυθάς
8 πραματευτής
9 κράχτης μαγαζιού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imbonire imborghesimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imbocco (ουσ αρσ )
imbolsimento (ουσ αρσ )
imbolsire (ρ.αμτβ.)
imbonimento (ουσ αρσ )
imbonire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbonitore (ουσ αρσ )
imborghesimento (ουσ αρσ )
imborghesire (ρ.αμτβ.)
imborghesire (ρ. μτβ.)
imborghesirsi (ρ.μ. (αντων.))
imborghesito (επίθ.)
imborsare (ρ. μτβ.)
imboscamento (ουσ αρσ )
imboscare (ρ. μτβ.)
imboscarsi (ρ.μ. (αντων.))
imboscata (θηλ.ουσ)
imboscato (αρσ. επίθ και ουσ)
imboschimento (ουσ αρσ )
imboschire (ρ.αμτβ.)
imboschire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---