Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimbócco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [imˈbokko] 1 μπούκα 2 στόμιο 3 στόμα 4 άνοιγμα 5 εμπασιά 6 εισδοχή 7 είσοδος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |