Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimbibizióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [imbibitˈtsjone] 1 διαβροχή 2 προσρόφηση υγρού από σώμα 3 εμποτισμός 4 απορρόφηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |