Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imbiancatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [imbjankaˈtura]

1 ασβέστωμα
2 λεύκανση
3 άσπρισμα
4 απολεύκανση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imbiancatora imbianchimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imbiancare (ρ.αμτβ.)
imbiancare (ρ. μτβ.)
imbiancarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbiancato (επίθ.)
imbiancatora (θηλ.ουσ)
imbiancatura (θηλ.ουσ)
imbianchimento (ουσ αρσ )
imbianchino (ουσ αρσ )
imbianchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbibizione (θηλ.ουσ)
imbietolire (ρ.αμτβ.)
imbiettare (ρ. μτβ.)
imbiettarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbiettatura (θηλ.ουσ)
imbiondire (ρ.αμτβ.)
imbiondire (ρ. μτβ.)
imbiondirsi (ρ.μ. (αντων.))
imbirbonire (ρ.αμτβ.)
imbisacciare (ρ. μτβ.)
imbitumare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---