Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimbiancàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [imbjanˈkato] 1 λευκασμένος 2 ασβεστωμένος 3 ασπρισμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |