Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimbiaccatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [imbjakkaˈtura] 1 επικαλυπτικό στρώμα στουπετσιού 2 ασβεστόχρισμα 3 ασβεστόχρωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |