Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imbévere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [imˈbevere]

1 μουσκεύω
2 διαποτίζω
3 ενσταλάζω
4 διαβρέχω
5 εμποτίζω

imbeversi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [imˈbeversi]

1 απορροφώ
2 ρουφώ
3 εμποτίζομαι
4 διαποτίζομαι
5 μουσκεύομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imbestiare imbevuto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imbertescare (ρ. μτβ.)
imbertonirsi (ρ.μ. (αντων.))
imbestialire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbestialirsi (ρ. μ. αμτβ.)
imbestiare (ρ. μτβ.)
imbevere (ρ. μτβ.)
imbeversi (ρ.μ. (αντων.))
imbevuto (επίθ.)
imbiaccare (ρ. μτβ.)
imbiaccarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbiaccatura (θηλ.ουσ)
imbiancamento (ουσ αρσ )
imbiancare (ρ.αμτβ.)
imbiancare (ρ. μτβ.)
imbiancarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbiancato (επίθ.)
imbiancatora (θηλ.ουσ)
imbiancatura (θηλ.ουσ)
imbianchimento (ουσ αρσ )
imbianchino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---