Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imbianchìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [imbjanˈkino]

ο ασπριτζής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imbianchimento imbianchire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imbiancarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbiancato (επίθ.)
imbiancatora (θηλ.ουσ)
imbiancatura (θηλ.ουσ)
imbianchimento (ουσ αρσ )
imbianchino (ουσ αρσ )
imbianchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbibizione (θηλ.ουσ)
imbietolire (ρ.αμτβ.)
imbiettare (ρ. μτβ.)
imbiettarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbiettatura (θηλ.ουσ)
imbiondire (ρ.αμτβ.)
imbiondire (ρ. μτβ.)
imbiondirsi (ρ.μ. (αντων.))
imbirbonire (ρ.αμτβ.)
imbisacciare (ρ. μτβ.)
imbitumare (ρ. μτβ.)
imbizzarrire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbizzarrirsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---