ItalianoGreco


imbellìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [imbelˈlire]

1 καλλωπίζομαι
2 γίνομαι ομορφότερος
3 ομορφαίνω

imbellìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [imbelˈlire]

1 λουσάρω
2 λουσαρίζω
3 ωραιοποιώ
4 στολίζω
5 εξωραΐζω
6 καλλωπίζω
7 καλλύνω
8 ευπρεπίζω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---