Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imbellettàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [imbelletˈtare]

1 καλλωπίζω
2 στολίζω
3 μακιγιάρω
4 εξωραΐζω

imbellettarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [imbelletˈtarsi]

Μακιγιάρομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imbelle imbellettatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imbecille (ουσ αρσ και θηλ.)
imbecille (επίθ.)
imbecillire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbecillità (θηλ.ουσ)
imbelle (επίθ.)
imbellettare (ρ. μτβ.)
imbellettarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbellettatura (θηλ.ουσ)
imbellire (ρ.αμτβ.)
imbellire (ρ. μτβ.)
imberbe (επίθ.)
imberciare (ρ. μτβ.)
imbercio (ουσ αρσ )
imberrettare (ρ. μτβ.)
imberrettarsi (ρ.μ. (αντων.))
imberrettato (επίθ.)
imbertescare (ρ. μτβ.)
imbertonirsi (ρ.μ. (αντων.))
imbestialire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbestialirsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---