Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imbecillità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [imbeʧilliˈta]

βλακεία (χρησιμοποίησε καλύτερα το imbecillaggine)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imbecillire imbelle  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imbecherare (ρ. μτβ.)
imbecillaggine (θηλ.ουσ)
imbecille (ουσ αρσ και θηλ.)
imbecille (επίθ.)
imbecillire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbecillità (θηλ.ουσ)
imbelle (επίθ.)
imbellettare (ρ. μτβ.)
imbellettarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbellettatura (θηλ.ουσ)
imbellire (ρ.αμτβ.)
imbellire (ρ. μτβ.)
imberbe (επίθ.)
imberciare (ρ. μτβ.)
imbercio (ουσ αρσ )
imberrettare (ρ. μτβ.)
imberrettarsi (ρ.μ. (αντων.))
imberrettato (επίθ.)
imbertescare (ρ. μτβ.)
imbertonirsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---