Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimbercio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [imˈbɛrʧo] 1 στόχευση 2 σκόπευση 3 χτύπημα του στόχου στο κέντρο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |