Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imbeccatóio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [imbekkaˈtojo]

δίσκος με τροφή για τα πουλιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imbeccata imbeccherare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imbavagliare (ρ. μτβ.)
imbavare (ρ. μτβ.)
imbavarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbeccare (ρ. μτβ.)
imbeccata (θηλ.ουσ)
imbeccatoio (ουσ αρσ )
imbeccherare (ρ. μτβ.)
imbecherare (ρ. μτβ.)
imbecillaggine (θηλ.ουσ)
imbecille (ουσ αρσ και θηλ.)
imbecille (επίθ.)
imbecillire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbecillità (θηλ.ουσ)
imbelle (επίθ.)
imbellettare (ρ. μτβ.)
imbellettarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbellettatura (θηλ.ουσ)
imbellire (ρ.αμτβ.)
imbellire (ρ. μτβ.)
imberbe (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---