imbeccàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [imbekˈkare]
1 δίνω μασημένη τροφή σε κάποιον
2 δείχνω τον τρόπο σε κάποιον πρωτάρη
3 παρουσιάζω πληροφορία αναλυτικά
4 παραδίνω ύλη πολύ αναλυτικά
5 νουθετώ
6 καθοδηγώ κάποιον άπειρο
7 ταΐζω με το ράμφος νεογέννητα πουλιά
8 βάζω λόγια στο στόμα κάποιου
9 κάνω τον υποβολέα
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [imbekˈkare]
1 δίνω μασημένη τροφή σε κάποιον
2 δείχνω τον τρόπο σε κάποιον πρωτάρη
3 παρουσιάζω πληροφορία αναλυτικά
4 παραδίνω ύλη πολύ αναλυτικά
5 νουθετώ
6 καθοδηγώ κάποιον άπειρο
7 ταΐζω με το ράμφος νεογέννητα πουλιά
8 βάζω λόγια στο στόμα κάποιου
9 κάνω τον υποβολέα
permalink
imbeccare (ρ. μτβ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android