Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimbàttersi
ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [imˈbattersi] 1 πέφτω επάνω σε κάποιον γνωστό τυχαία 2 συναντιέμαι τυχαία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |