Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imbattibilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [imbattibiliˈta]

1 το αήττητο
2 ιδιότητα του ανίκητου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imbattibile imbatto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imbastire (ρ. μτβ.)
imbastitrice (θηλ.ουσ)
imbastitura (θηλ.ουσ)
imbattersi (ρ. μ. αμτβ.)
imbattibile (επίθ.)
imbattibilità (θηλ.ουσ)
imbatto (ουσ αρσ )
imbattuto (επίθ.)
imbaulare (ρ. μτβ.)
imbavagliare (ρ. μτβ.)
imbavare (ρ. μτβ.)
imbavarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbeccare (ρ. μτβ.)
imbeccata (θηλ.ουσ)
imbeccatoio (ουσ αρσ )
imbeccherare (ρ. μτβ.)
imbecherare (ρ. μτβ.)
imbecillaggine (θηλ.ουσ)
imbecille (ουσ αρσ και θηλ.)
imbecille (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---