Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imbastardìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [imbastarˈdire]

1 εξαχρειώνομαι
2 χαλώ
3 εκφυλίζομαι
4 διαφθείρομαι

imbastardìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [imbastarˈdire]

1 εκφυλίζω
2 ψευτίζω
3 εξαθλιώνω
4 εκφαυλίζω
5 διαφθείρω
6 νοθεύω
7 μπασταρδεύω
8 εξευτελίζω
9 υποβαθμίζω
10 αλλοιώνω
11 παραποιώ

imbastardirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [imbastarˈdirsi]

1 διαφθείρομαι
2 εκφυλίζομαι
3 χαλώ
4 εξαχρειώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imbastardimento imbastimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imbardata (θηλ.ουσ)
imbarilare (ρ. μτβ.)
imbasciata (θηλ.ουσ)
imbasciatore (ουσ αρσ )
imbastardimento (ουσ αρσ )
imbastardire (ρ.αμτβ.)
imbastardire (ρ. μτβ.)
imbastardirsi (ρ.μ. (αντων.))
imbastimento (ουσ αρσ )
imbastire (ρ. μτβ.)
imbastitrice (θηλ.ουσ)
imbastitura (θηλ.ουσ)
imbattersi (ρ. μ. αμτβ.)
imbattibile (επίθ.)
imbattibilità (θηλ.ουσ)
imbatto (ουσ αρσ )
imbattuto (επίθ.)
imbaulare (ρ. μτβ.)
imbavagliare (ρ. μτβ.)
imbavare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---