Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimbaràzzo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [imbaˈrattso] η αμηχανία permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαmettere in imbarazzo = φέρνω σε αμηχανία Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |