Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imbarazzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [imbaratˈtsare]

1 επεμβαίνω εμποδίζοντας
2 συγχύζω
3 φέρνω σε αμηχανία
4 ανακατεύομαι και εμποδίζω
5 δυσκολεύω
6 ζαλίζω
7 παρακωλύω
8 παρεμποδίζω
9 ενοχλώ
10 εμποδίζω
11 παρεμβάλλω εμπόδια
12 περιπλέκω
13 κάνω κάποιον να αισθάνεται αμήχανος
14 φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση

imbarazzarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [imbaratˈtsarsi]

1 χάνω το νου μου
2 τα χάνω
3 μπαίνω σε μπελά
4 εμποδίζομαι
5 σαστίζω
6 ενοχλούμαι
7 συγχύζομαι
8 ξαφνιάζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imbarazzante imbarazzato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imbandire (ρ. μτβ.)
imbandito (επίθ.)
imbanditore (ουσ αρσ )
imbando (ουσ αρσ )
imbarazzante (επίθ.)
imbarazzare (ρ. μτβ.)
imbarazzarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbarazzato (επίθ.)
imbarazzo (ουσ αρσ )
imbarbarimento (ουσ αρσ )
imbarbarire (ρ.αμτβ.)
imbarbarire (ρ. μτβ.)
imbarbarirsi (ρ.μ. (αντων.))
imbarbogire (ρ.αμτβ.)
imbarcadero (ουσ αρσ )
imbarcare (ρ. μτβ.)
imbarcarsi (ρ. μ. αμτβ.)
imbarcata (θηλ.ουσ)
imbarcatoio (ουσ αρσ )
imbarcazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---