Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imbarcàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [imbarˈkare]

1 δέχομαι επί του πλοίου
2 παραπλανώ
3 παρασύρω
4 επιβιβάζω
5 μπαρκάρω
6 φορτώνω (στο πλοίο)

imbarcàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [imbarˈkarsi]

επιβιβάζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imbarcadero imbarcata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imbarbarire (ρ.αμτβ.)
imbarbarire (ρ. μτβ.)
imbarbarirsi (ρ.μ. (αντων.))
imbarbogire (ρ.αμτβ.)
imbarcadero (ουσ αρσ )
imbarcare (ρ. μτβ.)
imbarcarsi (ρ. μ. αμτβ.)
imbarcata (θηλ.ουσ)
imbarcatoio (ουσ αρσ )
imbarcazione (θηλ.ουσ)
imbarco (ουσ αρσ )
imbardare (ρ.αμτβ.)
imbardare (ρ. μτβ.)
imbardarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbardata (θηλ.ουσ)
imbarilare (ρ. μτβ.)
imbasciata (θηλ.ουσ)
imbasciatore (ουσ αρσ )
imbastardimento (ουσ αρσ )
imbastardire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---