ItalianoGreco


imbarcàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [imbarˈkare]

1 δέχομαι επί του πλοίου
2 παραπλανώ
3 παρασύρω
4 επιβιβάζω
5 μπαρκάρω
6 φορτώνω (στο πλοίο)

imbarcàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [imbarˈkarsi]

επιβιβάζομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---