Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imbàrco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [imˈbarko]

η επιβίβαση, το μπαρκάρισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imbarcazione imbardare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


carta [θηλ.] d'imbarco = το δελτίο επιβιβάσεως, η κάρτα επιβίβασης


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imbarcare (ρ. μτβ.)
imbarcarsi (ρ. μ. αμτβ.)
imbarcata (θηλ.ουσ)
imbarcatoio (ουσ αρσ )
imbarcazione (θηλ.ουσ)
imbarco (ουσ αρσ )
imbardare (ρ.αμτβ.)
imbardare (ρ. μτβ.)
imbardarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbardata (θηλ.ουσ)
imbarilare (ρ. μτβ.)
imbasciata (θηλ.ουσ)
imbasciatore (ουσ αρσ )
imbastardimento (ουσ αρσ )
imbastardire (ρ.αμτβ.)
imbastardire (ρ. μτβ.)
imbastardirsi (ρ.μ. (αντων.))
imbastimento (ουσ αρσ )
imbastire (ρ. μτβ.)
imbastitrice (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---