Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imbaldanzìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [imbaldanˈtsire]

1 ξεθαρρεύω
2 αποθρασύνομαι
3 παίρνω αέρα
4 ξεψαρώνω

imbaldanzìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [imbaldanˈtsire]

1 κάνω κάποιον θρασύ
2 ενθαρρύνω
3 θρασύνω
4 αποθρασύνω

imbaldanzirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [imbaldanˈtsirsi]

1 παίρνω αέρα
2 γίνομαι θρασύς
3 ξεψαρώνω
4 αποθρασύνομαι
5 ξεθαρρεύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imbalconato imballaggio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imbacchettonire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbachire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbacuccare (ρ. μτβ.)
imbacuccarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbalconato (επίθ.)
imbaldanzire (ρ.αμτβ.)
imbaldanzire (ρ. μτβ.)
imbaldanzirsi (ρ.μ. (αντων.))
imballaggio (ουσ αρσ )
imballare (ρ. μτβ.)
imballato (επίθ.)
imballatore (ουσ αρσ )
imballatrice (θηλ.ουσ)
imballatura (θηλ.ουσ)
imballo (ουσ αρσ )
imbalordire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbalsamare (ρ. μτβ.)
imbalsamatore (ουσ αρσ )
imbalsamatura (θηλ.ουσ)
imbalsamazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---