Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimàtio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [iˈmatjo] 1 ιμάτιο 2 αρχαίος ελληνικός χιτώνας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |