Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imàtio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [iˈmatjo]

1 ιμάτιο
2 αρχαίος ελληνικός χιτώνας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imano imbacare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ilozoistico (επίθ.)
imagine (θηλ.ουσ)
imaginismo (ουσ αρσ )
imagismo (ουσ αρσ )
imano (ουσ αρσ )
imatio (ουσ αρσ )
imbacare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbacchettonire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbachire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbacuccare (ρ. μτβ.)
imbacuccarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbalconato (επίθ.)
imbaldanzire (ρ.αμτβ.)
imbaldanzire (ρ. μτβ.)
imbaldanzirsi (ρ.μ. (αντων.))
imballaggio (ουσ αρσ )
imballare (ρ. μτβ.)
imballato (επίθ.)
imballatore (ουσ αρσ )
imballatrice (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---