Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [iˈmano]

1 πρίγκιπας της Αραβίας
2 ιμάμης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imagismo imatio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ilozoista (ουσ αρσ και θηλ.)
ilozoistico (επίθ.)
imagine (θηλ.ουσ)
imaginismo (ουσ αρσ )
imagismo (ουσ αρσ )
imano (ουσ αρσ )
imatio (ουσ αρσ )
imbacare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbacchettonire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbachire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbacuccare (ρ. μτβ.)
imbacuccarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbalconato (επίθ.)
imbaldanzire (ρ.αμτβ.)
imbaldanzire (ρ. μτβ.)
imbaldanzirsi (ρ.μ. (αντων.))
imballaggio (ουσ αρσ )
imballare (ρ. μτβ.)
imballato (επίθ.)
imballatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---